- μουρμούρα
- η1. συνεχείς ψιθυρισμοί, μεμψιμοιρία, γκρίνια: Η γυναίκα του τον ζάλισε με τη μουρμούρα της.2. είδος θαλασσινού ψαριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουρμούρα — Ψάρι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πάγελλος ο μόρμυρος, που ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει σώμα ωοειδές, πεπιεσμένο στα πλάγια και μεγάλα πτερύγια, από τα οποία το ραχιαίο αποτελείται από δύο τμήματα, το μπροστινό (που είναι… … Dictionary of Greek
μουρμούρι — το 1. μουρμούρισμα 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *μορμύρ ιον, υποκορ. τού αρχ. μόρμυρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. μουρμούρα) ή από το ιταλ. murmure (< … Dictionary of Greek
αειμούρμουρος — η, ο και ος, ο όποιος μουρμουρίζει συνεχώς και για όλα, μεμψίμοιρος, «μουρμούρης». [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τού δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη για τους συναδέλφους του, που επέκριναν τα πάντα < αεί + μουρμούρα] … Dictionary of Greek
βασιλόψαρο — το είδος ψαριού, μουρμούρα … Dictionary of Greek
διδυμόθροος — διδυμόθροος, ον (Α) φρ. «διδυμόθροος ἠχώ» που επαναλαμβάνει τον ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + θρους (θροός) «φωνή, μουρμούρα»] … Dictionary of Greek
λιθόγναθος — ο ζωολ. το ψάρι μουρμούρα … Dictionary of Greek
μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] … Dictionary of Greek
μορμύρος — και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος) νεοελλ. ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών μορμυριδών αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω τού θορύβου… … Dictionary of Greek
μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
μούρμουρος — ο μουρμούρα, γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμυρος με κώφωση τού ο σε ου και αφομοιωτική τροπή του υ σε ου (πρβλ. μουρμουρίζω). Κατ άλλους, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. μουρμουρίζω / μουρμουρώ ή υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… … Dictionary of Greek